Carpe diem Ρωμη







Μόλις τελείωσε την δουλειά ήταν ήδη αργά το απόγευμα την περίμενα με το αυτοκίνητο έξω από την δουλειά της. Αρχές Δεκεμβρίου ο καιρός ήταν ακόμα αρκετά καλός, ευτυχώς δεν άργησε. Την βλέπω να βγαίνει από το κτήριο που δουλεύει και είναι σαν να την αντικρίζω για πρώτη φορά.
Η ίδια ταχυκαρδία και το άγχος αν θα οι καταφέρω να μιλήσω ή θα φανώ χαζός απέναντι της μη μπορώντας να πω κάτι έξυπνο.
Το καλύτερο που μπόρεσα να της πω "καλησπέρα είσαι πολύ όμορφη", αυτή την φορά όμως δεν χαμογέλασε, απλά μου είπε "δεν αντέχω άλλο πάρε με από εδώ".
Ξεκίνησα το αυτοκίνητο μηχανικά, χωρίς να μιλάει κανένας. Μπαίνω Αττική οδό και απορημένη με ρωτάει "που πάμε;" Σου έχω μια έκπληξη της απάντησα με σιγουριά ελπίζοντας να μην καταλάβει ότι δεν είχα κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου.
Καθώς προχωρούσαμε με κατεύθυνση προς το αεροδρόμιο μου ήρθε η ιδέα για
ένα σαββατοκύριακο σε κάποια πόλη στην Ευρώπη, θα ήταν η καλύτερη λύση,  σε ποια; απάντηση θα μας έδινε ο πίνακας αναχωρήσεων στο αεροδρόμιο με τις προσεχείς αναχωρήσεις.

Φτάνουμε στο παρκινγκ και ήδη βλέπω στα μάτια της μια σπίθα.
Σαν να είναι άλλος άνθρωπος δίπλα μου τώρα, μπαίνουμε στο κεντρικό κτήριο και σταθήκαμε εμπρός από τον μεγάλο πίνακα με τις αναχωρήσεις, είναι επτά και δέκα και το βλέμμα μου πέφτει στην Ρώμη πτήση στις εννέα, βολική ώρα υπέροχη πόλη, γρήγορα στον γκισέ για εισιτήρια, ένα καφεδάκι στο χέρι και χωρίς να το καταλάβουμε είμαστε στο αεροπλάνο αγκαλιά και να προσπαθεί να δει από το παράθυρο τα φώτα της πόλης που με τόση χαρά αποχαιρετά.
Οι κουβέντες λίγες καθώς η κούραση από την μία και η τόσο έντονη εβδομάδα από την άλλη, δεν άφηνε πολλές δυνάμεις για συζητήσεις μόνο ένα γλυκό χαμόγελο και ένα απαλό ακούμπημα του κεφαλιού της στον ώμο μου ήταν αρκετό.
Το ταξίδι πολύ σύντομο, μόλις που πρόλαβαν να μας προσφέρουν ένα σάντουιτς και ένα αναψυκτικό. Η ανακοίνωση για να ετοιμαστούμε για την προσγείωση μας έβαλε τέλος στην ανυπομονησία μας, είχε φτάσει η ώρα εγώ να θυμηθώ και εκείνη για να ανακαλύψει την αιώνια πόλη.
Η έξοδος από το αεροδρόμιο σύντομη καθώς δεν είχαμε τίποτα άλλο πέρα από τα ρούχα που φορούσαμε.
Τραίνο για την πόλη και σε μισή ώρα στεκόμασταν έξω από τον κεντρικό σταθμό να ψάχνουμε με το κινητό για ξενοδοχεία.
Ευτυχώς βρέθηκε ένα πολύ κοντά μας και ήταν ιδανικό όχι μόνο λόγο απόστασης αλλά και  καθώς ήταν σε ένα κλασικό μπαρόκ κτίριο που είχε ανακαινιστεί πρόσφατα με ψηλά ταβάνια ζωγραφισμένα, ωραία έπιπλα, όχι πολύ κλασικά και με γλυκιά θαλπωρή σε όλους τους χώρους. Μπήκαμε στην όμορφη είσοδο και μια ευγενική κοπέλα στην ρεσεψιόν και τα αγγλικά της να είναι τραγουδιστά όπως τα ιταλικά μας έδωσε το δωμάτιο με μια μικρή απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της που δεν έβλεπε αποσκευές.
Της εξήγησα χαμογελαστά ότι είναι ταξίδι έκπληξη και χαμογελώντας και αυτή μας έδωσε το κλειδί του δωματίου 101.
Ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι, με μια μπεζέρα και την μπανιέρα σχεδόν να σε προσκαλεί να την γεμίσεις με νερό και να βουτήξει ο τυχερός ένοικος.
Μπήκε φυσικά πρώτη, καθώς ήταν σίγουρο ότι θα της παραχωρούσα την σειρά, άνοιξα την τηλεόραση αφήνοντας την αδιάφορα  σε κάποιο σταθμό που είχε έναν αγώνα ποδοσφαίρου με τον εκφωνητή να διαμαρτύρεται ανά τακτά διαστήματα για να έχω παρέα όση ώρα την περίμενα. Έβαλα την μπεζέρα κοντά στο παράθυρο ώστε να κοιτάω τους βιαστικούς διαβάτες να κινούνται με νευρικά βήματα ώστε να πάνε όπου είχαν εκεί που είχαν βάλει ρώτα.
Το νερό ακουγόταν να τρέχει και οι ατμοί άρχισαν να περνάνε δειλά από οποία σχισμή μπορούσαν, την ρώτησα αν είναι καλά και έβαλε τα γέλια λέγοντας ότι κάνει βιολογικό.



Αρκετά λεπτά μετά βγήκε από το μπάνιο σαν κάποια Ινδή πριγκίπισσα με το μπουρνούζι και την πετσέτα στα μαλλιά λέγοντας μου πως πλέον η μπανιερά ήταν όλη δική μου.
Το ξενοδοχείο είχε πολύ καλής ποιότητας σαμπουάν που μύριζαν λουλούδια και μέλι δίνοντας επιπλέον ευχαρίστηση στο αφρόλουτρο.
Έβαλα στο κινητό μου την μουσική που είχα αποθηκεύσει και βούτηξα στην κολυμπήθρα της αναζωογόνησης.
Το δεύτερο τραγούδι μετά από ένα ιταλικό που άνοιξε την συναυλία μου, ήταν του Σαββιδάκη που λέει το κορίτσι μου κοιμάται όπου προφανώς κατάφερε και πέρασε τα όρια της πόρτας αν κρίνω από την ερώτηση της για το που θα θυμήθηκα.
Όταν βγήκα το δέρμα μου ήταν κατακόκκινο, το δωμάτιο μου φάνηκε δροσερό και ήμουν ο μόνος ξύπνιος στο δωμάτιο καθώς είχε κοιμηθεί  σχεδόν χαμογελαστή, ποιος ξέρει τι όνειρα έβλεπε; Άραγε ήμουνα μέρος τους;
Την σκέπασα και κάθισα πάλι στον καναπέ δίπλα στο παράθυρο όπου χωρίς να το καταλάβω ο ύπνος με κέρδισε μέσα σε ελάχιστα λεπτά.




Είχα βάλει το ξυπνητήρι όπως με είχε παρακαλέσει στο αεροπλάνο ώστε να βγούμε και σήμερα.  Μια ώρα μετά χτύπησε το ξυπνητήρι του κινητού, άνοιξα τα μάτια μου και πιασμένος από την κακή στάση που είχα,
πήγα δίπλα της όπου πολύ απαλά την χάιδεψα στο κεφάλι για να ξυπνήσει καθώς ήξερα ότι δεν ήθελε να χάσει λεπτό από το σαββατοκύριακο αυτό.
Άνοιξε τα μάτια της, χαμογέλασε και της είπα ψιθυριστά "θέλεις να πάμε μια βόλτα; " μου έκανε νόημα θετικά. Ετοιμαστήκαμε όσο ταχύτερα μπορούσαμε και κατεβήκαμε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Εκεί ρωτήσαμε στην ρεσεψιόν που θα μπορούσαμε να πάμε τέτοια ώρα για ποτό.
Πολύ πρόθυμα η κοπέλα που ήταν ακόμα και στην βάρδια έβγαλε ένα χάρτη και με ένα στυλό μας κύκλωσε τρία μπαρ που θα μπορούσαν να είναι ανοιχτά.
Μας κοίταξε και είδε ότι τα ρούχα μας ήταν πολύ ελαφριά για το κρύο που ήταν πλέον έντονο  έτσι προθυμοποιήθηκε να μας δώσει από ένα μπουφάν που είχε στο ξενοδοχείο μάλλον ξεχασμένο από κάποιον υπάλληλο καθώς και το δικό της εφόσον όσο εργαζόταν δεν το είχε ανάγκη. Το δικό μου ήταν αρκετά μεγάλο και μάλλον με έκανε να φαίνομαι παράξενος το δικό της ήταν κομψό και έδειχνε όμορφο πάνω της καθώς ο σωματότυπος της ήταν παρόμοιος με της υπαλλήλου.
Το ένα μπαρ που μας είχε προτείνει ήταν πολύ κοντά στην Φοντάνα ντι Τρέβι ένα υπέροχο μπαρόκ σιντριβάνι που έχει πάντα πολύ κόσμο , τόσο που είναι δύσκολο να βγάλεις φωτογραφία χωρίς να έχεις και άλλους στο πλάνο, έτσι βρήκαμε ευκαιρία να το επισκεφτούμε και μάλιστα με τα πόδια αφού είναι πολύ κοντά.
Βγήκαμε έξω με το κρύο να σφίγγει το δέρμα στο πρόσωπο αλλά και να μας αναζωογονεί, οι δρόμοι σχεδόν άδειοι με την βοήθεια του χάρτη από το ξενοδοχείο φτάσαμε σε λίγα λεπτά στο σιντριβάνι που πράγματι δεν είχε σχεδόν καθόλου κόσμο..
Μόνο ένα ζευγάρι ήταν απέναντι που αδιαφορούσε τελείως για την παρουσία μας.
Έτσι καθίσαμε στα σκαλοπάτια έχοντας τους πίδακες με το νερό να είναι απέναντι  μας μη πιστεύοντας ότι λίγες ώρες πριν είχαμε ξυπνήσει και ζήσει σε μια άλλη χώρα.

Το κρύο ήταν πολύ έντονο και μας έκανε και τους δύο μετά από λίγο να τρέμουμε παρόλα αυτά χωρίς να πούμε κουβέντα μείναμε αρκετά ακόμα χωρίς να μιλάμε έχοντας αφεθεί σαν σε φωτογραφία θέλοντας να κρατήσουμε αυτή την στιγμή όσο βαθύτερα μπορούσαμε.
Όταν το κρύο ήταν τόσο έντονο και ήταν πλέον αδύνατο να το υπομείνουμε άλλο της πρότεινα να πιούμε κρασί κυρίως για να προστατευτούμε, αυτή φυσικά μου είπε ότι θα προτιμούσε μπύρα.
Σηκωθήκαμε και αγκαζέ πήγαμε σε ένα όμορφο μπαράκι, πρόταση της υπαλλήλου του ξενοδοχείου. Σε πολύ κοντινή απόσταση σε ένα στενό μικρό πλακόστρωτο το βρήκαμε εύκολα. Ευτυχώς ήταν ακόμη ανοιχτό και ο μπάρμαν έδειξε έκπληξη που μπήκαν πελάτες τέτοια ώρα.
 Όταν καθίσαμε μας καλωσόρισε στα ιταλικά και ρώτησε τι ποτό θα πάρουμε υποθέτω για να μην τον καθυστερήσουμε πολύ.
Πήραμε κρασί τελικά και οι δύο από κάποια ιταλική ποικιλία που μας πρότεινε ο μπάρμαν, κόκκινο λίγο γλυκό με την συνοδεία ποικιλίας τυριών. Όσο περιμέναμε να ετοιμαστεί η παραγγελία μας παρατηρήσαμε το μαγαζί που ήταν πολύ μικρό με δυσκολία χωρούσε τρία τραπέζια αλλά είχε ωραία μουσική σε χαμηλή ένταση, ατμοσφαιρικό φωτισμό από τα κεριά που είχε στα τραπεζάκια, ο μπάρμαν ήταν περίπου τριάντα πέντε χρονών με τα μαλλιά στους κροτάφους να έχουν ξεκινήσει να ασπρίζουν με λευκό πουκάμισο και μαύρες τιράντες.

Τα χέρια μας που ήταν παγωμένα τα βάλαμε πάνω από τα κεριά για να ζεσταθούν, νιώθαμε και οι δύο τόσο όμορφα, η κουβέντα παρέμεινε στα σχέδια για την αυριανή μέρα, σημασία είχε το τώρα και καθόλου αυτά που είχαν προηγηθεί ή πρόκειται να έρθουν στο μέλλον, ρουφούσαμε και οι δύο την στιγμή σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα  που θα κάναμε στην ζωή μας.

Η ποικιλία καταναλώθηκε γρήγορα και το κρασί που ακολούθησε προσέθεσε χαμόγελα στην ήδη καλή διάθεση, έπιανα τον εαυτό μου να στέκομαι για κάποια δευτερόλεπτα και να μην μιλάω απλά να την κοιτάζω και να νιώθω όπως την πρώτη φορά που την είχα δει και ας έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια, πως γίνεται η καρδιά μου να χτυπάει τόσο γρήγορα και να μου κόβει την ανάσα ακόμα;
Δεν θα ήθελα να ήμουν πουθενά αλλού στον κόσμο και με καμία άλλη συντροφιά, ένας μικρός φόβος με ταρακούνησε αν θα νιώθει την ίδια ταχυπαλμία;
Ο μπάρμαν διέκοψε κάθε σκέψη μου, ακουμπώντας με το χέρι στην πλάτη μου αφού μάλλον μας μίλαγε αλλά απορροφημένοι δεν τον ακούγαμε, ευγενικά μου είπε ότι πρέπει να κλείσει, έτσι πληρώσαμε και κατευθυνθήκαμε ανάμεσα από τους έρημους δρόμους στο  ξενοδοχείο.
Φτάνοντας στην ρεσεψιόν αφήσαμε τα δανικά μπουφάν ευχαριστώντας την κοπέλα και ανεβήκαμε στο ζεστό δωμάτιο.
Ήταν περασμένες δύο και τα μάτια μας έκλειναν, ξαπλώσαμε άρχισε να μου λέει πόσο χαρούμενη είναι και τι όμορφη ιδέα ήταν να έρθουμε στην Ρώμη ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει καθώς η κούραση την είχε καταβάλει.
Γενικά ήταν πάντα φειδωλή στο να εκφράζεται, όσο ξεδίπλωνα εγώ τον εσωτερικό μου κόσμο  τόσο κλεινόταν στον δικό της βρίσκοντας δεκάδες δικαιολογίες για να σταματήσει κάθε προσπάθεια μου. Στην αρχή με ενοχλούσε αλλά με τον καιρό συμβιβάστηκα όταν κατάλαβα ότι κάθε άνθρωπος είναι τόσο διαφορετικός και δεν πρέπει να περιμένουμε πράγματα που δεν μπορεί να μας προσφέρει.

Εγώ αντίθετα βλέποντας την ζωή να περνάει ήθελα να την ζήσω τώρα, πόσο διαφορετικοί κόσμοι κάνουν τόσο ενδιαφέρον το να πλησιάζεις την ψυχή του άλλου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις μπόρεσα για αρκετή ώρα να την κοιτάζω να κοιμάται αδιαφορώντας για την κούραση μου, είναι ευλογία να έχεις το άλλο σου μισό στην αγκαλιά σου και να το κάνεις να νιώθει όμορφα, άλλωστε αυτός είναι ένας από τους σκοπού; του άντρα να κάνει την γυναίκα να περνάει ωραία.


Το ξυπνητήρι χτύπησε βάρβαρα είχε πάει εννέα ένας λαμπερός γνώριμος μεσογειακός ήλιος έλουζε την πόλη και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να περάσει στο δωμάτιο μας για να μας ξυπνήσει ανάμεσα από τα κενά της χοντρής κουρτίνας. Η μυρωδιά από το μπέικον του πρωινού έφτανε μέχρι το δωμάτιο, ντυθήκαμε και κατεβήκαμε στο ισόγειο που ήταν μόλις πέντε στρογγυλά τραπεζάκια που είχαν από ένα λευκό τριαντάφυλλο σε μικρά βαζάκια.
Φάγαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε καθώς θα είχαμε δύσκολη ημέρα μπροστά μας, ήπιαμε εσπρέσο σαν ιταλοί δηλαδή σε δευτερόλεπτα και αφήσαμε το κλειδί φεύγοντας προς τα αριστερά που είναι το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη σε πολύ κοντινή απόσταση. Πριν όμως έπρεπε να πάρουμε κάποια αναγκαία για την διαμονή πράγματα όπως οδοντόβουρτσα οδοντόπαστα  σφουγγάρι και φυσικά μπουφάν για αργότερα που το κρύο θα ήταν έντονο.
Βρήκαμε ένα κατάστημα πού ήταν κοντά στον προορισμό μας και προμηθευτήκαμε ότι χρειαζόμασταν, βάλαμε σε ένα σακίδιο με δυσκολία όλα τα πράγματα και συνεχίσαμε προς το μνημείο έχοντας ένα βάρος στον ώμο μας. 

Εμπρός μας φάνηκε ο τροχονόμος με το λευκό καπέλο που ασταμάτητα σφυρίζει προς τους οδηγούς αλλά και τους διαβάτες, είμαστε στην Piazza Venezia η καλύτερα πλατεία Βενετίας στο βάθος ο άγνωστος στρατιώτης με τους ενόπλους αριστερά και δεξιά του μνημείου με τα εντυπωσιακά τους τα καπέλα με κόκκινα φτερά  να το φυλάνε έχοντας τη φωτιά να καίει άσβεστα ανάμεσα τους.



Με γρήγορο βήμα φτάσαμε έως εκεί  μπήκαμε  από τα πλάγια στο κτήριο και ανεβήκαμε από τις σκάλες στην βεράντα που μπορούσες να δεις από ψηλά την γύρω περιοχή εμπρός μας η πλατεία που έγινε διάσημη από το μπαλκόνι που ο Μουσολίνι έβγαζε τους λόγους του  πίσω μας το  Κολοσσαίο και τα ρωμαϊκά παλάτια.
Συντροφιά μας ήταν ο γλυκός φωτεινός ήλιος, καθίσαμε σε ένα από τα παγκάκια που υπήρχαν να πάρουμε λίγη από την ενέργεια που μας προσφέρει απλόχερα. Δεν αργήσαμε να νιώθουμε να μας πλημμυρίζει η θαλπωρή, το φως του την έκανε να λάμπει και να δείχνει ακόμα ομορφότερη. Σηκώθηκε και ακούμπησε στο περβάζι, την ακολούθησα και κάθισα πίσω της αγκαλιάζοντας την, γύρισε λίγο ξαφνιασμένη και μου χαμογέλασε, λέγοντας μου, μου θύμισες τα παλιά.
Ακούμπησα το κεφάλι μου στο δικό της και της είπα ψιθυριστά σε αγαπάω περισσότερο από παλιά λιγότερο από το μέλλον.
Καθίσαμε έτσι αρκετά λεπτά προσπαθώντας να συγχρονίσω τον χτύπο της καρδιάς μου με τον δικό της, χωρίς να μιλάμε άλλο θα μπορούσαμε θα καθόμασταν για πάντα έτσι.
Ένα γκρουπ με φωνακλάδες ισπανούς δεν είχε ίδιες ευαισθησίες με εμάς και ήρθε κοντά μας με πολύ φασαρία βγάζοντας χιλιάδες φωτογραφίες με τα κινητά τους, πάμε; πάμε.
Το Κολοσσαίο πάντα επιβλητικό μας περιμένει.
Έτσι και αλλιώς η ημέρα πλέον είναι τόσο διαφορετική τα χείλη της είναι περισσότερο κόκκινα τα μάτια της περισσότερο εκφραστικά, τα μαλλιά της είναι λαμπερότερα κάτω από το ήλιο, το περπάτημα της τόσο θηλυκό θα μπορούσε να μαγέψει κάθε αρσενικό.
 Νιώθω τόσο ευλογημένος που την έχω κοντά σχεδόν μου κάνει την τόσο όμορφη πόλη να χάνει την λάμψη της εμπρός της.
Σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου με έπιασε αγκαζέ και συνεχίσαμε το περπάτημα ανάμεσα σε καλλιτέχνες του δρόμου και τα ερείπια ρωμαϊκών ανακτόρων μέχρι να φτάσουμε στην ασύμμετρα πολύ ψηλή εξωτερική μεριά του μνημείου.
Παραδόξως δεν είχε πολύ μεγάλη ουρά στα εκδοτήρια αλλά στα λίγα λεπτά που είχαμε στην αναμονή δεν έχασα την ευκαιρία και την έπιασα πάλι από πίσω αγκαλιά και την φίλησα γλυκά στο σβέρκο.

Μπήκαμε στο στάδιο και ανεβήκαμε στις κερκίδες, κλείνοντας τα μάτια μπορούσες να ακούσεις τις ιαχές του αφηνιασμένου πλήθους να ζητάει περισσότερο αίμα ζώων και ανθρώπων πόσο μικρές οι αλλαγές στις κοινωνίες μετά από τόσους αιώνες.
Κάναμε ένα κύκλο για να το δούμε από όλες τις πλευρές από το ψηλότερο σημείο των κερκίδων μετά κατεβήκαμε στο επίπεδο κάτω από την αρένα που στοιβάζονταν ετοιμοθάνατοι πριν το θέαμα που θα προσέφεραν χωρίς την θέληση τους.
Φύγαμε από το χαρακτηριστικότερο μνημεία της Ρώμης κάπως σύντομα και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο της πόλης που με τους πέτρινους πεζόδρομους και τα πολλά μνημεία, είναι απόλαυση να τα ανακαλύπτεις καθώς αφήνοντας το ένα έχεις την βεβαιότητα ότι μετά από μερικά βήματα θα στρίψεις και θα δεις ένα ωραιότερο που θα είναι αφορμή για άλλη μία στάση και φωτογραφίες όπως και να συμβουλευτείς το κινητό σου.
Περάσαμε ξανά την πιάτσα Βενέτσια και από σοκάκια βρεθήκαμε στην Φοντάνα Ντι Τρέβι αυτή την φορά υπό το φώς του χειμωνιάτικου ηλίου, δυστυχώς οι εκατοντάδες τουρίστες δυσκόλευαν την θέα που ευτυχώς την είχαμε απολαύσει το βράδυ με την ησυχία μας και μάλλον πάλι βράδυ θα απολαμβάναμε ξανά καθώς ήταν κοντά στο ξενοδοχείο μας.



Πήγαμε δίπλα σε κάποιο μαγαζί με σουβενίρ και πήραμε μερικά αναμνηστικά για φίλους και από ένα κουκλάκι τον Ρωμαίο για εκείνη και την Ιουλιέτα για εμένα σε ανάμνηση αυτής της εκδρομής αν και θα ήταν δύσκολο να την ξεχάσουμε.
Η πιάτσα Ντι Σπάνια ήταν ο επόμενος προορισμός ελπίζοντας να αποφύγουμε την κοσμοπλημμύρα, το περπάτημα στα σοκάκια ήταν πολύ ευχάριστο, ανά διαστήματα να ξεπροβάλουν όμορφα μαγαζάκια με αναμνηστικά και ρούχα χωρίς αυτοκίνητα.
Ευτυχώς πολύ είχε λιγότερο κόσμο, ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια μέχρι πάνω και από εκεί είχαμε θέα σε όλη τη Ρώμη σε συνδυασμό με τον καταγάλανο ουρανό ήταν υπέροχα, λίγο αργότερα αποφασίσαμε να πάμε στο διπλανό πάρκο, σταθήκαμε στο μπαλκόνι από τον κήπο της βίλας Μέντισι και έχοντας ακριβώς κάτω την πλατεία Ντελ πόπολο που από εκεί ξεκινούν οι οδικοί άξονες της Ρώμης,  έχει απεριόριστη θέα, βγήκαν οι απαραίτητες φωτογραφίες είδαμε τους εντυπωσιακούς τρούλους του Βατικανού  καθώς και τον Τίβερη που σκίζει την πόλη σαν ένα τεράστιο καφέ γκρι φίδι και μετά επιστροφή στα σκαλοπάτια της Ντι Σπάνια, την άφησα να ξεκουραστεί λίγο και πήγα στο γειτονικό παγωτατζίδικο και μας πήρα από ένα παγωτό σοκολάτα το ένα και το άλλο βανίλια.
Στα πάνω σκαλοπάτια  που την είχα  αφήσει είχε λιγοστό κόσμο και καλύτερη θέα, όταν επέστρεψα με την λιχουδιά μου είπε ότι είναι πολύ ευτυχισμένη και δεν θα ήθελε να τελειώσει ποτέ αυτό το σαββατοκύριακο.
Της απάντησα γελώντας ότι και εγώ είμαι τόσο ευτυχισμένος που δεν ξέρω αν η καρδιά μου που χτυπούσε σαν τρελή είναι από τα σκαλοπάτια που μόλις είχα ανέβει με γρήγορα βήματα και με τα παγωτά στα χέρια ή που την είδα από μακριά μόνη της να με περιμένει.
Γέλασε με τον μοναδικό της τρόπο βάζοντας το χέρι μπροστά στο στόμα και με το άλλο επέλεξε το παγωτό σοκολάτα.
Όταν τα τελειώσαμε κατεβήκαμε σχεδόν τρέχοντας τα σκαλοπάτια πιασμένοι χέρι σαν παιδιά που τρέχουν μετά από σκανταλιά και φτάσαμε στην πλατεία Ντελ Πόπολο αυτή την φορά την θαυμάσαμε από άλλη οπτική γωνία. Πριν ήμασταν ακριβώς από πάνω, τώρα βλέποντας τον αιγυπτιακό οβελίσκο στο κέντρο της πλατείας μου είπε ότι από ψηλά ήταν ομορφότερα, φυσικά συμφώνησα, τόσο διαφορετική η προοπτική τώρα.
Της πρότεινα να χαθούμε λίγο στα στενά και να ψάξουμε κάπου για φαγητό, ίσως  σε κάποιο λιγότερο τουριστικό μαγαζί σαν Ιταλοί.
Διασχίσαμε διαγώνια το κέντρο κάνοντας ζιγκ ζαγκ σε στενά  αποφεύγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να μάζευε σαν μαγνήτης τους τουρίστες συναντώντας καλοντυμένες Ιταλίδες και κομψούς Ιταλούς που εκείνη την ώρα έκαναν διάλυμα από την δουλειά τους για φαγητό, να κυκλοφορούν σαν να είμαστε σε φωτογράφιση κάποιου περιοδικού.
Περάσαμε από μια ήσυχη γέφυρα τον Τίβερη που με ορμή μετέφερε το νερό χωρίζοντας την πόλη.
Καθίσαμε λίγο να δούμε το ποτάμι που λείπει από την πόλη που ζούμε ζηλεύοντας λίγο για κάτι που δεν θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε ποτέ.
Το σημείο και η στιγμή ήταν πάλι τόσο όμορφα που δεν μας έκανε καρδιά να προχωρήσουμε έτσι  βρεθήκαμε πάλι αγκαλιά με το βλέμμα στα νερά χωρίς να μιλάμε, ο τρόπος που την αγκάλιαζα και που είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά μου ήταν σαν να είχαν φτιαχτεί ο ένας για τον άλλον.
Είχε κάνει τα μαλλιά της στα πλάγια που της πήγαιναν πολύ και το ήξερε, έτσι μου προσέφερε τον γλυκό λαιμό της να της δίνω τρυφερά φιλιά  και αυτή να το απολαμβάνει μαζί μου.
Όταν κάποια στιγμή οι ριπές του αέρα έγιναν δυνατές φύγαμε περνώντας την γέφυρα προς την λιγότερο γνωστή Βασιλική της Αγίας Μαρίας Τραστεβέρε σε μια στρογγυλή γραφική πλατεία που θυμίσει γραφικό χωριό στη Σιένα, στο κέντρο έχει σιντριβάνι και γύρω μαγαζιά και φυσικά μια όμορφη παλιά εκκλησία σε μια άκρη της
Κάναμε μια μικρή βόλτα βλέποντας τα μαγαζιά που αρμονικά στον χώρο πουλούσαν άλλα παγωτά άλλα πίτσες και μακαρονάδες, την άφησα να επιλέξει οποίο μαγαζί ήθελε και φυσικά επέλεξε το πιο όμορφο με δίχρωμη τέντα σε λευκό με κόκκινο, τον μάγειρα με ένα μαύρο σκούφο σε μια γωνιά να πετάει την ζύμη με σιγουριά κάνοντας επίδειξη στους πελάτες και πίσω του ο φούρνος που έψηνε τις λεπτές πίτσες.
Καθίσαμε έτσι ώστε να βλέπουμε όσο καλύτερα την πλατεία αν και ο νους μας πήγαινε πλέον στην πίτσα που η μυρωδιά της μας έσπαγε τις μύτες μας, παραγγείλαμε όσο γρηγορότερα μπορούσαμε  και όση ώρα περιμέναμε ήθελα να της ξαναπώ πόσο όμορφα αισθάνομαι με αυτή την μικρή απόδραση αλλά πριν προλάβω να μιλήσω με ρώτησε γιατί δεν είχαμε έρθει νωρίτερα γιατί αφήσαμε τόσα χρόνια να περάσουν με την απόσταση μεταξύ μας να μεγαλώνει και να μικραίνει ανάλογα τις υποχρεώσεις.
Λίγους μήνες πριν ακούγοντας το θα μου δημιουργούσε εκνευρισμό υποθέτοντας  ότι φταίω μόνο εγώ τώρα όμως είναι τόσο όμορφη η στιγμή δεν θα ήθελα να διαφωνήσουμε για κανένα λόγο. Πως να αντισταθώ στην γοητεία της; αφού  είναι σίγουρο ότι και να συμβεί θα ξανανιώσω την έλξη της σαν να είναι αυτή το φεγγάρι και εγώ η γη , όση απόσταση και να έχουμε πάντα ο ένας έλκει τον άλλον, άλλωστε μπορείς να κρατάς κακία σε ένα παιδί;
Της θύμισα γλυκά ότι ανά διαστήματα της το είχα πρότεινα διάφορες εξορμήσεις αλλά πάντα ήταν δύσκολη περίοδος και δεν ήθελα να επιμείνω.
Αν ναι, μου απάντησε και γέλασε με το μοναδικό της χαμόγελο αλλάζοντας κουβέντα.
¨ Θα μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ μαζί σου, αν δεν είχαμε υποχρεώσεις, να μην επιστρέφαμε πίσω να εξερευνήσουμε την Ρώμη σπιθαμή προς σπιθαμή και όταν την τελειώναμε σειρά θα έπαιρναν όλα τα γραφικά χωριά της Ιταλίας στην Τοσκάνη.¨
Χαμογέλασα και συμφωνώντας είπα μακάρι, αλλά αυτή η στιγμή και τόσο είναι υπέροχη και την απολαμβάνω στο έπακρο..
Τα ορεκτικά εξαφανίστηκαν σε ελάχιστο χρόνο έτσι όταν ήρθε η πίτσα σταματήσαμε να μιλάμε, μόλις τελείωσε παραγγείλαμε μιλφέιγ να κλείσουμε το γεύμα όσο γλυκύτερα μπορούσαμε.
Αποδεδείχθηκαν εκπληκτικές επιλογές η πίτσα λεπτή με υπέροχα υλικά ,το γλυκό ήταν υπέροχα  ισορροπημένο ώστε να σου αφήνει υπέροχη γεύση χωρίς να σε λιγώνει.

Σηκωθήκαμε και περπατήσαμε βόρεια προς το Βατικανό , όμορφα στενά με ελάχιστα αυτοκίνητα, τους Ιταλούς να φωνάζουν σε μικρά μαγαζάκια που ήταν γεμάτα με άντρες που είχαν πάει να δουν στην τηλεόραση κάποιον αγώνα στο ποδόσφαιρο. Σε μία ταμπέλα έγραφε έξω από ένα από τα μαγαζάκια, Ρώμα με την Γιουβέντους, έδειχναν τόσο πάθος φώναζαν λες και ήταν στις κερκίδες και είχαν απέναντι τους ποδοσφαιριστές, σε κάθε χαμένη ευκαιρία η τόση απογοήτευση τους μας φάνηκε αστεία, τόση θεατρικότητα, τόσο πάθος.

Λίγα οικοδομικά τετράγωνα μακριά το Βατικανό, μας κάνει εντύπωση που μπήκαμε σε ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος τόση ευκολία, ο τρούλους του Αγίου Πέτρου είναι εύκολα αναγνωρίσιμος και πολύ εντυπωσιακός τόσο μόνος, ξεχωρίζει από κάθε άλλο κτίσμα στην πόλη.
Φτάσαμε στο προαύλιο που για μεγάλη μας απογοήτευση είχε τεράστιες ουρές πιστών από όλο τον κόσμο για να προσκυνήσουν, χωρίς να χρειαστεί να πούμε πολλά της πρότεινα να δοκιμάσουμε άλλη ώρα που θα είχε πολύ λιγότερο κόσμο και αλλάξαμε πορεία
 Έτσι φύγαμε κατευθυνόμενοι προς το παλάτι των αγγέλων που κάποτε ήταν φυλακές δεν είναι μόνο η αρχιτεκτονική του κτιρίου που το κάνει τόσο γνωστό καθώς είναι κυκλικό αλλά το σημείο καθώς είναι δίπλα στο ποτάμι στα όρια της παλιάς πόλης με την εκκλησία του Αγίου Πέτρου σε τέτοιο σημείο σαν να είναι εκεί για να ελέγχει όσους περνάνε την γέφυρα.
Σταθήκαμε στην γέφυρα που ήταν κατάμεστη αριστερά και δεξιά με χιλιάδες  λουκέτα που τα κλειδιά τους υποθέτω κείτονταν στον βυθό του ποταμού
Της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο έκανα πως κλείδωσα το φανταστικό λουκέτο και πέταξα το φανταστικό κλειδί στο ποτάμι γελώντας και λέγοντας το δικό μας λουκέτο θα είναι για αιώνιο στην αιώνια πόλη αντίθετα με των υπόλοιπων που είχαν ημερομηνία λήξης 
Αν και είχε ήλιο το κρύο άρχισε να γίνεται τσουχτερό, λίγο πιο κάτω είχε ένα μαγαζί που είχε σκούφους και κασκόλ, μπήκαμε και αγοράσαμε σκούφους όπως  και  ένα ωραίο ροζ σάλι που της το τύλιξα αμέσως γύρω από τον λαιμό κάνοντας την τόσο όμορφη.
Βγήκαμε στον γραφικό πεζόδρομο με κατεύθυνση την πιάτσα Ναβόνα με τα εντυπωσιακά σιντριβάνια, στα μισά της απόστασης ξεκίνησε μια έντονη μπόρα που μας έστειλε χωρίς δεύτερη σκέψη  στην προστασία ενός καφέ που για καλή μας τύχη βρέθηκε μπροστά μας εκείνη την ώρα.
Γύρω από την είσοδος του είχε  πυκνό φύλλωμα από κισσούς τόσο έντονο που σχεδόν την έκρυβε,  η ατμόσφαιρα μέσα ήταν απίστευτη, όλα σε χρώματα πάλ σε κίτρινο και κόκκινο, τα μικρά στρογγυλά τραπεζάκια είχαν γλαστράκι στο κέντρο τους και η σιγανή μουσική χωρίς καπνό ολοκλήρωνε την ομορφιά του χώρου.
Παρόλο που το μαγαζί ήταν πολύ μικρό είχε για καλή μας τύχη  ένα τελευταίο ακόμα τραπέζι διαθέσιμο δίπλα στην είσοδο, έτσι καθίσαμε με χαρά καθώς η ώρα ήταν ιδανική για καφέ.
Πήραμε δύο καπουτσίνο και εμφιαλωμένο νερό για να μας κάνει παρέα όσο η βροχή μας περιόριζε σε αυτό το γλυκό μαγαζάκι.
Σε ελάχιστα λεπτά είχε γεμίσει από περαστικούς που είχαν μπει για τον ίδιο λόγο με εμάς μόνο που πλέον στέκονταν στον πάγκο και πίνανε τον εσπρέσο όρθιοι κάνοντας όμως πολύ φασαρία με δυνατές φωνές τους και έντονες κινήσεις των χεριών τους που έδιναν ακόμα περισσότερο έμφαση σε ότι υποστήριζαν.
Εμείς καθισμένοι στην γωνία, σαν να παρακολουθούσαμε κάποια σκηνή από ιταλική ταινία του εξήντα, με την τόσο μελωδική γλώσσα τους να μας αφήνει σιωπηλούς τους κοιτούσαμε  ευχάριστα και ας μην καταλαβαίνουμε τι έλεγαν.


Ως παιχνίδι για να περάσει η ώρα κάναμε υποθέσεις με το τι έλεγαν, οι άνδρες θεωρούσαμε ότι μάλλον θα λένε για την ήττα της Ρόμα στον αγώνα που προηγήθηκε με την απογοήτευση καταγεγραμμένη στα πρόσωπά τους και τις αναφορές ονομάτων ποδοσφαιριστών ανάμεσα στην μελωδία των λέξεων.
Οι γυναίκες αν δεν είχαν άλλη θηλυκή παρέα κάθονταν δίπλα βαριεστημένα ψάχνοντας με το βλέμμα τους κάποια άλλο ανήσυχο βλέμμα να διασταυρώσουν με το δικό τους.

Αν όμως είχαν άλλη γυναίκα για παρέα που μπορούσαν να μοιραστούν τις σκέψεις τους είχανε το ίδιο κρεσέντο με τους άνδρες αλλά με χαμηλότερο ένταση, τι λαός; Τι μπρίο;
Οι καφέδες δεν άργησαν να έρθουν παρόλο ήταν υποδεέστεροι από αυτό που ελπίζαμε όλη η εικόνα που ζούσαμε ήταν ονειρική.
Η βροχή σταμάτησε όσο απότομα ξεκίνησε κάνοντας τα πλήθη των Ιταλών και των επισκεπτών να ξεχυθούν ξανά στα στενά της Ρώμης και εμάς να μας αφήσουν να μιλήσουμε ησυχία.
Είχε ανοίξει τα μεγάλα της μάτια και ρουφούσε εικόνες και ήχους με μια κίνηση έριξε τα μαλλιά της πλάγια και χαμογέλασε γλυκά.
Το μόνο που μπόρεσα να πω είναι ότι “είσαι εκπληκτικά όμορφη” αυτή γέλασε σαν να μην με πίστευε αλλά εγώ το εννοούσα καθώς κάθε κύτταρο στο σώμα μου όταν είναι κοντά μου βρίσκει την απόλυτη αρμονία.
Κρατούσε την κούπα με τον καφέ με τα δύο χέρια της εγώ απαλά της τα κάλυψα με τα δικά μου και της επανέλαβα ότι την αγαπώ με την φωνή να βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς μου, είπε ότι δεν άκουσε τι είπα έτσι με χαρά  το επανέλαβα με περισσότερη ένταση ,το ίδιο δυνατά το επανέλαβε και αυτή ενώ ανασηκώθηκε από το τραπέζι δίνοντας μου ένα φιλί.
Σε αυτή την όμορφη ατμόσφαιρα πληρώσαμε και φύγαμε προς ένα ακόμα πέτρινο σοκάκι που δεν το είχαμε ακόμα ανακαλύψει, κατευθυνόμενοι προς στην πιάτσα Ναβόνα που είναι μια πολύ μεγάλη πλατεία μακρόστενη εφόσον χτίστηκε πάνω σε αρχαίο στάδιο ιπποδρομιών με τρία εντυπωσιακά μαρμάρινα  σιντριβάνια με αντίστοιχα τρία γλυπτά.
Ο κόσμος, παρόλο που ήταν παντού βρεγμένα, την είχε κατακλύσει με τους πλανόδιους να έχουν εκθέσει πίνακες τους με θεματολογία από διάφορα σημεία της πόλης ή να είναι διατεθειμένοι να σε σκιτσάρουν σε λίγα λεπτά, η επιλογή αυτή μας φάνηκε ιδανική και καθίσαμε αγκαλιά απέναντι σε έναν από τους καλλιτέχνες που σε λίγα λεπτά μας είχε έτοιμο έναν πίνακα από κάρβουνο με την ακριβή απεικόνιση μας, μας τύλιξε το έργο και μας το τοποθέτησε χάρτινο σωλήνα. 

Με ικανοποίηση πληρώσαμε και μας τύλιξε την ζωγραφιά βάζοντας την σε ένα σκληρό χαρτόνι για να αντέξει την μετακίνηση, κάναμε ένα γύρο της πλατείας θαυμάζοντας τα γλυπτά που έχουν τόση ιστορία καθώς οι δημιουργοί τους ήταν γνωστοί και για τον απέχθεια που είχαν ο ένας με τον άλλον και το αποτυπώνοντας την αιώνια στα γλυπτά τους.
Το κρύο είχε μειωθεί μετά την βροχή αλλά την είχα πάντα δίπλα μου πιάνοντας με αγκαζέ σφιχτά σαν να φοβόταν να μην με χάσει.
Η επόμενη στάση το εντυπωσιακό πάνθεον λίγα μέτρα πιο πέρα τον τόσο χαρακτηριστικό τρούλο να στέκεται τόσους αιώνες με την τρύπα στην οροφή να συνεργάζεται με τον ήλιο ώστε να λούζει τους αυτοκράτορες όταν είναι κάθετες οι ακτίνες του, τώρα οι κοινοί θνητοί στέκονται στο ίδιο σημείο ελπίζοντας ενδόμυχα να έχουν την τύχουν να φωτιστούν και αυτοί από τις ίδιες ακτίνες .
Φυσικά λόγο της συννεφιάς δεν μπορούσε να αποκαλυφθεί η θεϊκή μου υπόσταση όποτε μπήκα με ασφάλεια στο κατάμεστο κτίριο που με τα το κεφάλια όλοι προς τον εντυπωσιακό θολό φωτογράφιζαν ασταμάτητα.
Είχαμε προ πολλού ξεμείνει από μπαταρίες στα κινητά μας, έτσι ήμασταν οι μόνοι που δεν μας απασχολούσε να βγάλουμε φωτογραφίες με αποτέλεσμα να μπορούμε ανενόχλητοι να απολαύσουμε τις τοιχογραφίες που αποκαλύπτονταν εμπρός μας σαν να ήμασταν δύο χρονοταξιδώτες από παλιά.


Πάντα αγκαζέ βγήκαμε έξω και της πρότεινα να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο που ήταν αρκετά κοντά για να ξεκουραστούμε λίγο ώστε το τελευταίο μας βράδυ να είναι όσο μεγαλύτερο μπορούσε.
Χωρίς να μιλήσει κάνοντας γλυκά χμμ συμφώνησε, στη ρεσεψιόν ένας μεγάλος κύριος σε ηλικία προσπαθούσε να βγάλει άκρη με τον υπολογιστή που εμφανώς τον δυσκόλευε, μας έδωσε το κλειδί και ανεβήκαμε με ανακούφιση στο μεγάλο κρεβάτι μας για την λίγη ώρα ξεκούρασης και ένα μπάνιο αναζωογόνησης.
Δεν αργήσαμε να κοιμηθούμε αγκαλιά τόσο γαλήνια σαν να είχε γεννηθεί για να φωλιάζει στα χέρια μου έχω την εντύπωση ότι χαμογελούσα συνέχεια
Όταν ξύπνησα ήμουν μόνος στο κρεβάτι και τινάχτηκα πιστεύοντας ότι όλα ήταν μέρος ενός ονείρου, ευτυχώς την είδα να κάθεται δίπλα στο παράθυρο κοιτώντας τους περαστικούς όπως έκανα και εγώ την προηγούμενη μέρα, με το ξαφνικό μου ξύπνημα μου έβαλε τα γέλια ρωτώντας με αν με τρόμαξε.
Της απάντησα ότι το μόνο που θα με τρόμαζε θα ήταν αν ήμουν μόνος μου και σηκώθηκα να την αγκαλιάσω.
Είχε εμφανώς αλλάξει ήταν πολύ γλυκιά δεν είχε νεύρα, τα προβλήματα στη Αθήνα φαίνονταν τόσο μακριά και ξένα, γύρισε και κοιτώντας με στα μάτια μου είπε με παράπονο ‘’δεν θέλω να επιστρέψω.’’
Η απάντηση μου ήταν ότι η Ρώμη θα είναι πάντα εδώ να μας περιμένει να μην ανησυχεί, μου έγνεψε ότι έχω δίκιο και γύρισε ξανά στην αγκαλιά μου με το βλέμμα της να  πλανάτε στο παράθυρο να κοιτάζει τους Ιταλούς που εκμεταλλεύονταν το Σαββατόβραδο να πάνε βόλτα στην αιώνια πόλη τους.

Μία ιδέα μου ήρθε εκείνη την στιγμή μόνο θα έπρεπε να κινηθώ γρήγορα έτσι
ετοιμάστηκα σύντομα και κατέβηκα στην είσοδο να την περιμένω, περνώντας από την ρεσεψιόν ο ηλικιωμένος ακόμα αγωνιζόταν να βγάλει άκρη με τον υπολογιστή με τόση αφοσίωση που υποθέτω δεν με πρόσεξε καθόλου. Βγήκα έξω ανεβάζοντας το φερμουάρ από το μπουφάν μέχρι επάνω αφού το κρύο ήταν τσουχτερό τώρα που δεν είχε ήλιο και κοντοστάθηκα στην είσοδο το ξενοδοχείου. Εκεί ένας δημοτικός αστυνομικός διαπληκτιζόταν με έναν νεαρό που μόλις του είχε δώσει κλήση για στάθμευση, μια εντυπωσιακή κοπέλα περίμενε την παρέα της για να διασκεδάσουν, ένας γέρος πουλούσε λουλούδια ποιο πέρα, πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι ίδιες εικόνες θα έβλεπα και στην Αθήνα.
Πήγα στον ανθοπώλη και κοιτώντας στον πάγκο του μου τράβηξε την προσοχή  ένα πολύ ξεχωριστό μπουκέτο με δύο μικρούς ήλιους και όμορφη διακόσμηση το πήρα και μετά κατευθύνθηκα σε ένα κοσμηματοπωλείο που ήταν κοντά και το είχα προσέξει όταν επιστρέφαμε που για καλή μου τύχη ήταν ακόμα ανοιχτό.
Μπήκα με το μπουκέτο και γελώντας η υπάλληλος που είχε καταλάβει τι ήθελα μου έδειξε τα δαχτυλίδια, επέλεξα ένα από λευκόχρυσο με μία μικρή πετρούλα και με γρήγορες κινήσεις το έβαλε σε μια όμορφη κόκκινη θήκη σε σχήμα λουλουδιού και έφυγα γρήγορα προς την είσοδο.
Εκεί με περίμενε και μόλις με είδε μου είπε γλυκά ¨ που ήσουν κύριε¨, με ένα χαμόγελο στα χείλη και κοιτώντας τα χέρια μου με ρώτησε αν έχω κάτι για της δώσω καθώς όσο και προσπαθούσα να κρύψω την ανθοδέσμη μου ήταν αδύνατο.
.
Με ρώτησε πονηρά τι κρατάω και της είπα ¨τίποτα δεν είναι για εσένα είναι για την γυναίκα της ζωής μου¨, έβαλε τα γέλια μαζί και εγώ και της προσέφερα τα λουλούδια.
Χάρηκε πολύ μαζί της και εγώ, της πρότεινα να τα αφήσουμε στο δωμάτιο αλλά αρνήθηκε ήθελε να τα κρατήσει στο υπόλοιπο της βραδιάς.
Έτσι περάσαμε από την πάντα κατάμεστη Φοντάνα τι Τρέβι με εμένα σκεπτικό πως να της δώσω το δαχτυλίδι ώστε να είναι ξεχωριστή στιγμή.
Με δυσκολία πήγαμε προς τα πίσω από την πολυκοσμία  έτσι την τράβηξα προς την διπλανή εκκλησία την  Santi Vincenzo e Anastasio που σαν όαση ηρεμίας όταν μπήκαμε ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά από το πλήθος που βρισκόταν έξω. Μείναμε μόνοι σε μια τόσο όμορφη εκκλησία με ψαλμούς να ακούγονται στο βάθος, τα ηλεκτρικά κεράκια στην σειρά να είναι δεξιά να φωτίζουν όσο μπορούν, έριξα μια γρήγορη ματιά να βεβαιωθώ ότι δεν θα έχουμε θεατές.
Με την άκρη του ματιού μου είδα τον ιερέα να είναι στην γωνία και να σκουπίζει το πάτωμα και με ένα νεύμα και τον χαιρέτησα, μου χαμογέλασε και προχωρήσαμε προς το βάθος.
Σταθήκαμε σε μια πλευρά και με ρώτησε τι είναι εδώ; Της απάντησα ότι εδώ έχουν θαφτεί οι καρδιές από είκοσι δύο πάπες αλλά δεν είναι μόνο αυτό, το σπουδαιότερο είναι ότι εδώ επέλεξα να σου δώσω την δική μου.
Στάθηκε με τα μεγάλα της μάτια να με κοιτάζει και την απορία να είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της γονάτισα με το δεξί πόδι και βγάζοντας την θήκη με το δαχτυλίδι από την εσωτερική μου τσέπη και με το βλέμμα μου στα μάτια της το παρέδωσα στα παγωμένα χέρια της.
Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μπόρεσα να διακρίνω κάποια αντίδραση στεκόταν εκεί μπροστά μου με χωρίς να αντιδρά, σηκώθηκα σιγά για να μπορέσω να δω καλύτερα το πρόσωπο στο μισοσκόταδο της με αγκάλιασε κλαίγοντας. Ο ιερέας ήρθε προς την μεριά μας ακούγοντας τα κλάματα  και με το κεφάλι του έκανα νεύμα ότι όλα είναι εν τάξη.
Μόλις μπόρεσε να μιλήσει μου είπε σε ευχαριστώ αλλά άργησες πολύ
χαζούλη γιατί δεν το έκανες νωρίτερα;
Είναι ευλογία ότι έγινε έστω και τώρα ποτέ δεν είναι αργά να δείχνουμε την αγάπη μας και τα συναισθήματα μας μπορεί να μην είχα την ωριμότητα τότε που έπρεπε αλλά τώρα όπως βλέπεις τώρα μπορώ είπα προσθέτοντας με ένα χαμόγελο.
Έβαλε το δαχτυλίδι στο δάχτυλο της αν και ήταν λίγο μεγαλύτερο  και άρχισε να το κοιτάζει σαν παιδάκι που μόλις πήρε το δώρο που περίμενε καιρό.
Με έπιασα αγκαζέ και μου είπε πάμε να το γιορτάσουμε κύριε.
Ανοίγοντας την πόρτα της εκκλησίας ο κόσμος πάλι εκεί σαν πολύβουο μελίσσι αδιάφορα εμείς βγήκαμε και διασχίζοντας το χαθήκαμε στα στενά ξανά χωρίς να υπάρχει κάποιος προορισμός με μια γαλήνη στις ψυχές μας και με ένα χαμόγελο που θα ζήλευε ο κάθε ζωγράφος να μπορεί να το αποτυπώσει. Μετά από μερικά λεπτά λίγο πριν βγούμε στην ωραία φωτισμένη πλατεία Βενέτσια μπήκαμε σε ένα ωραίο εστιατόριο με πέτρα και μεγάλες καμάρες, τραπέζια με καρό τραπεζομάντηλα και τους πελάτες να απολαμβάνουν μακαρονάδες με κόκκινες και πράσινες σάλτσες και τριμμένο τυρί.
Καθίσαμε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον καθώς ήταν αδύνατο να απομακρυνθούμε έστω και λίγα εκατοστά, λες και μια τεράστια δύναμη που πάντα κουβαλούσαμε είχε ενωθεί σε απόλυτη αρμονία με του άλλου.



Την κοίταζα τόσο ευτυχισμένη να είναι δίπλα μου και να σφίγγει το χέρι μου με το χέρι που φόραγε το δαχτυλίδι σαν να φοβόταν ότι αν με αφήσει θα εξαφανιστεί και αυτό.
Παραγγείλαμε και εμείς παρόμοια πιάτα που είχαν παραγγέλλει  η πλειοψηφία των υπολοίπων θαμώνων με τις δύο διαφορετικές σάλτσες, όταν  μετά από λίγα λεπτά  ήρθαν τα πιάτα και δοκιμάσαμε καταλάβαμε ότι ήταν η σωστή επιλογή, τα μακαρόνια αν και πολύ ζεστά ήταν πολύ καλά βρασμένα και η κόκκινη σάλτσα με κύριο συστατικό την φρέσκια ντομάτα να γεμίζει το στόμα με τόσο ωραία γεύση που πριν χαθεί στο στόμα η μυρωδιά και η γεύση έκαναν έκρηξη σαν να ήσουν στο περιβόλι την ώρα που έκοβαν την ντομάτα και το κρεμμύδι κάποιο πρωινό, η πράσινή ήταν ακόμα καλύτερη με την γεύση του βασιλικού να υπερισχύει.
Όλα αυτά ήταν σε δεύτερη μοίρα καθώς με τα δάχτυλα του ενός να ήταν πλεγμένα με του άλλου οτιδήποτε άλλο δεν είχε σημασία.
Το συνοδευτικό κρασί λευκό και δροσερό ήταν ότι πρέπει πριν το τέλος του γεύματος με  την συνεχή μουσική συνοδεία παλιών ιταλικών τραγουδιών από τα ηχεία..
Μόνο η Ρώμη θα μπορούσε να μας προσφέρει  αυτή την ανάδειξη τόσο έντονων συναισθημάτων εκείνη την ημέρα παρόλο που είχε προηγηθεί μια πολύ δύσκολη περίοδος όπως στην δουλειά αλλά και στην υπόλοιπη  ζωή και των δυο μας το περιβάλλον της αιώνιας πόλης άφηνε τα πάντα πίσω.
Το σημαντικότερο ήταν ότι ξεκλείδωσε τα τόσο έντονα συναισθήματα που
τα είχαμε αφήσει να σιγοκαίνε στην καθημερινότητα μας καθώς νομίζαμε ότι δεν είχαμε τον χρόνο να κρατήσουμε ο ένας το χέρι του άλλου και να κοιταχθούμε στα μάτια. Ευτυχώς ήρθε η στιγμή και ξεδιπλώσαμε τα τόσο όμορφα συναισθήματα σε ιδανικές συνθήκες, σχεδόν ουτοπικά

Λίγες ώρες μας είχαν μείνει ακόμα μέχρι να πάρουμε το αεροπλάνο που θα μας πήγαινε πίσω στην καθημερινή ρουτίνα που ασυναίσθητα μας σκοτώνει λίγο λίγο.
Σηκωθήκαμε και φορέσαμε τα μπουφάν καθώς και ότι θα  μπορούσε να αντιμετωπίσει το κρύο που μας περίμενε και αγκαζέ βγήκαμε έξω με σκοπό μια μεγάλη τελευταία βόλτα, η ώρα είχε πάει οκτώ είχε βραδιάσει αρκετή ώρα πριν και τα μνημεία μας περίμεναν τόσο διαφορετικά το βράδυ και τόσο ήσυχα που είναι σαν τα βλέπεις για πρώτη φορά.
Κατεύθυνση ξανά προς το κάστρο των αγγέλων που στέκεται όμορφα φωτισμένο πριν το Βατικανό, μπορεί να κατασκευάστηκε ως τάφος του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού αλλά έμεινε να στολίζει αιώνες την πόλη όπως και να την προστατεύει.
Δίπλα στο ποτάμι χωρίς κόσμο και με τον κρυφό φωτισμό να είναι τόσο ατμοσφαιρικός, περάσαμε την γέφυρα που το μεσημέρι είχα κάνει ότι κλείδωσα την αγάπη μας, σταμάτησα απότομα ξαφνιάζοντας την και αρπάζοντας την  με τα δύο χέρια μου και την φίλησα με τόσο πάθος σαν να ήταν το πρώτο μας εφηβικό φιλί.
Το ένιωσε και αυτή και μου είπε ορκίσου μου ότι δεν θα είναι το τελευταίο ,ότι θα είσαι για πάντα στην ζωή μου.
Της απάντησα ότι δεν έχει νόημα η ζωή μου χωρίς να είναι μέρος της με τέτοιο τρόπο που δεν άφηνα περιθώριο αμφισβήτησης. 


Προχωρήσαμε γιατί το κρύο ήταν πολύ έντονο προς το γειτονικό Βατικανό που αν και είχε περάσει η ώρα έβλεπες ακόμα καθολικές καλόγριες σε ομάδες των τεσσάρων πέντε να περπατούν με γρήγορο βήμα προς την μεγάλη στρογγυλή πλατεία του Αγίου Πέτρου με το μεγάλο σιντριβάνι τόσο άδεια σε σχέση με την προηγούμενη παρουσία μας, τόσο διαφορετικά πλέον  περάσαμε προς την είσοδο της εκκλησίας με την ελπίδα να μην έχει κλείσει.
Ευτυχώς αν και περασμένη η ώρα ήταν ανοιχτή η εκκλησία μπήκαμε χωρίς να βρούμε καθόλου ουρά εκτός από δύο Ελβετούς φρουρούς που με τις περασμένου αιώνα στολές και όπλα φύλαγαν μια διπλανή είσοδο να μας κοιτάζουν αδιάφορα.
Με τα περισσότερα φώτα σβηστά τα εναπομένοντα να δίνουν κατανυκτική ατμόσφαιρα και με τους ελάχιστους ανθρώπους τριγύρω κάναμε μια γρήγορη βόλτα περιμετρικά από το κέντρο σημείο του ναού που φιλοξενεί τον τάφο του Αγίου  Πέτρου.
Μια μικρή προσευχή επιβαλλόταν κυρίως να ευχαριστήσουμε τον θεό για τις όμορφες στιγμές που περνάγαμε. 
Ακόμα και αυτή την στιγμή δεν αφήσαμε το χέρι ο ένας του άλλου, άλλωστε η προσευχή μας ήταν κοινή, ξέραμε τι θα έλεγε και ο άλλος.
Λίγο πριν την έξοδο καθώς είχαν αρχίσει να καθαρίζουν το δάπεδο μας ζήτησαν ευγενικά να αποχωρήσουμε σταθήκαμε στο άγαλμα του νεκρού Χριστού που τον κρατά η Παναγία έργο του Μιχαήλ Άγγελου τέτοιου ρεαλισμού ώστε να επιβάλλεται  να του αφιερώνεις έστω λίγα λεπτά.
Υπό τα αυστηρά βλέμματα των υπαλλήλων του Βατικανού που προφανώς βιάζονταν να τελειώσουν την εργασία τους και να φύγουν με βιαστικά βήματα βγήκαμε έξω στην έρημη πλατεία του Βατικανού με το μαρμάρινο έδαφος να αντανακλά τα φώτα του περίβολου ομορφαίνοντας την, ευτυχώς το κρύο είχε μειωθεί και αποφασίσαμε ότι δεν έχει νόημα να αποφεύγουμε το ψιλόβροχο έτσι πάντα αγκαζέ διασχίσαμε την πλατεία σαν να είχε ήλιο αδιαφορώντας για τις συνθήκες, με αργό περπάτημα απολαμβάνοντας την τόσο μεγάλη έρημη πλατεία.
Περάσαμε πάλι από το παλάτι των αγγέλων πλέον έχοντας βραχεί αρκετά, στην γέφυρα με την κλειδαριά κάναμε μια στάση για ένα πολύ δυνατό φιλί ξέροντας ότι θα είναι πολύ δύσκολο να το ξαναζήσουμε έτσι φροντίσαμε να το βιώσουμε όσο εντονότερα, δεν ξέρω πόση ώρα ήμασταν εκεί όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα να κυλάει ένα δάκρυ από το μάγουλο της, το φίλησα και αυτό κάνοντας την να χαμογελάσει.

Δεν την ρώτησα αν το δάκρυ αυτό ήταν χαράς ή λύπης, έμεινα με την ελπίδα ότι ήταν μόνο χαράς και όλα θα πήγαιναν καλύτερα.  Πάντα αγκαζέ και βρεγμένοι συνεχίσαμε στα πέτρινους αρχαίους δρόμους της Ρώμης με τους ελάχιστους πλέον διαβάτες να συναντάμε πλέον στο διάβα μας. Σε λίγα λεπτά μετά βρεθήκαμε στο καφέ που μας είχε φιλοξενήσει το απόγευμα με την ξαφνική μπόρα , πλησιάσαμε και διαπιστώσαμε ότι λειτουργεί ακόμα ως μπαρ και μάλιστα είχε πολύ κόσμο. Άνοιξα την πόρτα και βρεθήκαμε απέναντι σε μία μεγάλη παρέα που μπροστά από μια ροζ τούρτα με ένα κεράκι ερωτηματικό ήταν έτοιμοι να τραγουδήσουν το τραγούδι των γενεθλίων, σταμάτησαν και γύρισαν προς την μεριά μας με απορία, καταλαβαίνοντας ότι είναι ιδιωτική γιορτή είπα συγνώμη στα Ιταλικά και κάναμε ένα βήμα πίσω για να κλείσω την πόρτα. Τότε ήρθε στο μέρος μας μία κυρία που αποδείχθηκε ότι είναι η εορτάζουσα και μας τράβηξε σχεδόν με το ζόρι μέσα, μας έβαλε δίπλα της και μας έδωσαν να βάλουμε και εμείς χάρτινα καπελάκια στο κεφάλι και ξεκίνησαν να τραγουδούν ένα σκοπό διαφορετικό από αυτόν που ξέρουμε ως τραγούδι των γενεθλίων στην Ελλάδα.
Μετά το σβήσιμο του κεριού βγάλαμε τα μουσκεμένα μπουφάν πήραμε από ένα ποτήρι κρασί και σταθήκαμε σε μια γωνιά να παρακολουθούμε τους πάντα φωνακλάδες Ιταλούς να μιλάνε με καταιγιστικούς ρυθμούς χωρίς να μπορώ να τους παρακολουθήσω με τις λίγες λέξεις που ξέρω.
Η μουσική ήταν σιγανή και σχεδόν καλυπτόταν με τις δυνατές φωνές των παριστάμενων που παράδοξος ακόμη ήταν μελωδικές παρόλη την ένταση, είχε ελάχιστο φως κυρίως από κεριά και πολύ ζεστή ατμόσφαιρα, ακόμα καλύτερη από του απογεύματος.
Στην μπάρα του μπαρ είχε κρασί σε ποτήρια καθώς και πιατέλες με αλλαντικά και τυριά στο μπαρ, η κυρία που περιχαρής μόλις είχε σβήσει τα κεριά ήταν γύρω στα εξήντα πολύ εντυπωσιακή, είχε κλείσει το μαγαζί που προφανώς ήταν ιδιοκτησία της.
Οι καλεσμένοι αρκετοί όλων των ηλικιών έρχονταν για να μας κάνουν παρέα με σπαστά μελωδικά αγγλικά μας ρώταγαν που μένουμε, πώς και ήρθαμε αυτή την εποχή, πότε θα φύγουμε. Η τελευταία ερώτηση μας επανέφερε στην πραγματικότητα, ήταν λίγες ακόμα ώρες που μας χώριζαν από την επιστροφή.
Όταν μετά από μερικά ποτήρια κρασί μειώθηκαν οι αναστολές οι τολμηρότεροι ξεκίνησαν να χορεύουν μαζί τους και εμείς, δίπλα μας ένας από νεαρός χόρευε τόσο αστεία που προκαλούσε γέλιο με τις κινήσεις του αλλά αυτός αδιαφορούσε για όλους, όταν μετά από μερικούς χορούς και με το χαμόγελο στα χείλη όλων είδαμε την ώρα που ήταν περασμένες δύο πήραμε τα στεγνά πλέον μπουφάν και την ανθοδέσμη χαιρετίσαμε τους υπόλοιπους θαμώνες και ιδιαίτερα την εορτάζουσα που χάθηκε για μια στιγμή και όταν επέστρεψε κρατούσε ένα όμορφο βραχιόλι  της το έβαλε στον λεπτό καρπό της λέγοντας της ότι είναι πολύ όμορφη και σε εμένα να την προσέχω.
Πόσο καλοί μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι.
Φύγαμε με ανάμεικτα συναισθήματα, οι δρόμοι ήταν έρημοι οι μόνοι που ήταν στον δρόμο ήταν ένοπλοι στρατιώτες να περιπολούν , βλέποντας μας να είμαστε τόσο σφιχτά αγκαλιά χαμογελούσαν και αυτοί μαζί μας.
Περνώντας από το κλειστό Πάνθεον ήταν μια τσιγγάνα που πουλούσε λουλούδια της έδωσα όσα ψιλά είχα στην τσέπη μου χωρίς να ζητήσω αντάλλαγμα λουλούδια.
Αυτή μας ρώτησε από που είμαστε και πως με λένε επίμονα κράτησε το χέρι μου κοιτώντας την παλάμη μου αμέσως με κοίταξε στα μάτια σοβαρά είπε κάτι στα ιταλικά που δεν κατάλαβα και μου έδωσε τα χρήματα πίσω και έφυγε αφήνοντάς μας εμβρόντητους με την στάση της.
Υποθέσαμε ότι μπορεί να είχε δει κάποιον αστυνομικό και να φοβήθηκε.




Σταθήκαμε στο σιντριβάνι που είναι απέναντι μη θέλοντας να χάσουμε ούτε λεπτό από τις πολύτιμες ώρες που μας είχαν απομείνει. Αυτή την φορά η αγκαλιά της ήταν ακόμα πιο θερμή είχε πέρασε τα χέρια της γύρω από την μέση μου και με έσφιξε σαν να ήθελε να γίνουμε ένα, μου είπε σε αγαπώ πάντα σε αγαπούσα είμαι τυχερή που είσαι στην ζωή μου θα ήταν μισή η ζωή μου χωρίς εσένα.
Της χαμογέλασα και την φίλησα γλυκά στο κεφάλι και της είπα "υπάρχω γιατί υπάρχεις δεν θέλω να ζω αν δεν σε έχω’’ μόλις το άκουσε έβαλε τα κλάματα.
Την καθησύχασα ότι θα είμαι πάντα μαζί της ότι και να γίνει, να μην ανησυχεί για τίποτα, δεν απάντησε μόνο συνέχισε την αγκαλιά.
Περάσαμε λίγα λεπτά σφιχταγκαλιασμένοι και μετά της θύμισα ότι η ώρα έχει περάσει και πρέπει να επιστρέψουμε.
Φυσικά κάναμε άλλη μία σύντομη στάση στο σιντριβάνι  di trevi λίγο πριν μπούμε στο ξενοδοχείο μας, αυτή την φορά ρίξαμε κέρμα κρατώντας το μαζί γυρίσαμε την πλάτη προς το νερό και χωρίς να πούμε τι ευχή κάναμε ρίξαμε το κέρμα προς το νερό.
Είδες όλα θα πάνε καλά, αφού ρίξαμε το κέρμα θα ξαναέρθουμε της είπα και την φίλησα.


Ανεβήκαμε στο δωμάτιο κάναμε ένα τελευταίο καυτό μπάνιο γεμίζοντας το δωμάτιο πάλι με ατμούς.
Έχοντας λίγες ώρες ακόμα πριν φύγουμε ενημέρωσα την κοπέλα στη ρεσεψιόν να μας ξυπνήσει στις εννέα και κοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως.
Δύο ώρες μετά το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά με μανία, άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία όταν βρήκα το ακουστικό ευχαρίστησα τον πρωινό ρεσεψιονίστ για την υπενθύμιση, σηκώθηκα γρήγορα την σκέπασα και κατέβηκα από το δωμάτιο στον χώρο του πρωινού εκεί έβαλα σε ένα δίσκο δύο κρουασάν, δύο καφέδες και ένα λευκό τριαντάφυλλο ανέβηκα στο δωμάτιο, την βρήκα να κοιμάται τόσο γλυκά άνοιξα την κουρτίνα και την φίλησα.
Σιγά σιγά ξύπνησε με ένα μεγάλο χαμόγελο, βλέποντας τον δίσκο είπε αυτό ήταν; Τέλος; Της απάντησα αυτή είναι η αρχή, μια νέα αρχή. Φάγαμε το πρωινό στο κρεβάτι ντυθήκαμε και πριν βγούμε από το δωμάτιο με φίλησε και είπε αυτό είναι το ωραιότερο δωμάτιο σε όλο τον κόσμο και φιλοξένησε τον καλύτερο άνδρα σε όλο τον κόσμο.
Κατεβήκαμε πλήρωσα τον χαμογελαστό υπάλληλο που μας ευχήθηκε να ξαναέρθουμε και φύγαμε με μια μικρή σακούλα που είχε τα μικρά δωράκια ως μόνη αποσκευή, το ρολό με τον πίνακα από κάρβουνο και φυσικά την ανθοδέσμη. Πήραμε το τρένο που απευθείας μας πήγε στο αεροδρόμιο.
Σε όλη την διαδρομή δεν αλλάξαμε κουβέντα, λίγο η νύστα λίγο η στεναχώρια της επιστροφής δεν άφηνε περιθώρια για πολλές κουβέντες, άλλωστε τι θα μπορούσες να πεις όταν έχουν προηγηθεί τόσο όμορφες στιγμές.
Μπήκαμε στο αεροπλάνο και καθίσαμε αγκαζέ, ΄΄ ήταν το καλύτερο διήμερο της ζωή μου γιατί αργήσαμε τόσο έρθουμε;’’ Μου είπε  κοιτάζοντας με στα μάτια.
΄΄Ήρθαμε και αυτό είναι το σημαντικότερο, είμαστε εδώ μαζί τώρα.΄΄
Απογειωθήκαμε και έγειρε το κεφαλάκι της στον ώμο μου και σχεδόν αμέσως γουργουρίζοντας σαν γατάκι και κοιμήθηκε, την φίλησα και έκλεισα τα μάτια μου.
Ξαφνικά ακούω φωνές, κάποιος έλεγε κάτι απροσδιόριστο δίπλα στο κεφάλι μου.
Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσα, έτσι όπως ήταν κλειστά προσπαθούσα να καταλάβω τι έλεγαν οι φωνές, με πολύ προσπάθεια καταλαβαίνω μια λέξη, νοσοκομείο, γρήγορα, φορτηγό, δεν έβγαινε νόημα, τι σχέση είχε με το αεροπλάνο γιατί δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου τι φωνές είναι αυτές;
Πόνος στο στήθος έντονος, ξαφνικά γαλήνη σταμάτησε ο πόνος ούτε θόρυβος, μια στιγμή μετά όλα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν βλέπω από ψηλά ένα σώμα μέσα σε ένα τρακαρισμένο αυτοκίνητο βράδυ γύρω του διασώστες και μερικοί περαστικοί, μα το αυτοκίνητο είναι σαν το δικό μου και μέσα, μέσα είμαι εγώ, δίπλα είναι κανείς άλλος; είναι αυτή;
Κοιτάζω  καλύτερα είμαι μόνος μου, ευτυχώς δεν είναι μαζί μου, είναι καλά.
Τελευταία λόγια που θυμάμαι είναι των διασωστών. Παρασκευή δέκα επτά και τριάντα δύο. Δεν την είχα συναντήσει ακόμα. Πόση χαρά.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις